περισσολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A over-talking, wordiness, Isoc. 12.88; π. καὶ ἀκρίβεια Id.15.264.
II elaborate writing, D.H. Pomp.2.
III exaggeration, J.AJ14.7.2.
German (Pape)
[Seite 592] Weitschweifigkeit, Isocr. 12, 88; Geziertheit im Ausdrucke, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
redondance, verbosité.
Étymologie: περισσολόγος.
Russian (Dvoretsky)
περισσολογία: атт. περιττολογία ἡ многословность, многоречивость Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
περισσολογία: ἡ, τὸ λέγειν περιττά, πολυλογία, Ἰσοκρ. 250Ε, π. Ἀντιδ. § 288.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. περιττολογία.
Greek Monotonic
περισσολογία: ἡ, περιττά λόγια, πολυλογία, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
περισσολογία, ἡ,
over-talking, wordiness, Isocr. [from περισσολόγος