πλαταμών
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (πλατύς)
A any broad flat body or space, esp. flat stone, h.Merc.128, A.R.1.365; flat reef of rocks at the water's edge, Arat.993, Gal.19.131: pl., ledges of rock, Str.5.2.6, 12.2.8.
2 flat beach, in plural, AP7.404 (Zon.), v.l. in Dsc.4.73.
3 shallow reservoir, fish-pond, Arist.HA592a4, cf.AB1313.
4 flat land, liable to be overflowed, Plb.10.48.7, D.P.626.
5 pl., level sea, Opp.H.1.121, 5.650.
German (Pape)
[Seite 626] ῶνος, ὁ, jeder platte, flache, breite Körper, bes. ein breiter, platter Stein; H. h. Merc. 128; Strab. u. Sp.; vom flachen Gestade, Ap. Rh. 1, 365 (Phot. τὸ παραθαλάσσιον πλατὺ χωρίον), u. so a. sp. D.; bei Arat. 993 ein breiter, platter, aus dem Meere hervorragender Felsen; vgl. Opp. Hal. 1, 121; bei Pol. 10. 48 breite Steine od. Felsen im Bette eines Flusses; vgl, Zon. 9 (VII, 401); a. sp. D.; Opp. Hal. 5, 650 steht πλαταμῶνες θαλάσσης für »Meer«.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
surface plane, bord plat le long de la mer ; grève.
Étymologie: πλατύς.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτᾰμών: ῶνος ὁ
1 плоский камень, каменная плаха (λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι HH);
2 отлогий морской берег, взморье (ἐρημαῖοι πλαταμῶνες Anth.);
3 заливаемое во время наводнения место, пойма Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτᾰμών: -ῶνος, ὁ, (πλατὺς) πλατὺ σῶμα ἢ χῶρος, μάλιστα πλατὺς λίθος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 365. ― τὸ πλατὺ ὕφαλον μέρος πέτρας, Ἄρατ. 993· «πλαταμών· ἔφαλος (διάφ. γρ. ὕφαλος) πέτρα λεία, ταπεινή, περὶ ἣν πλατύνεται τὰ κύματα» Γαληνοῦ Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγησις· ― ἐν τῷ πληθ. πλατέα στρώματα βράχου, Στράβ. 224, 538. 2) πλατὺς αἰγιαλός, Ἀνθ. Π. 7, 404, Διοσκ. 4. 74. 3) ἀβαθὲς μέρος πλησίον ποταμοῦ ἔνθα εἰσρέει ὕδωρ ἐξ αὐτοῦ, καὶ οὕτω σχηματίζεται ἐγχελεών, Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 2, 34· «ὅπερ δὲ ἐπὶ θαλάσσης αἰγιαλός, ὁ ἐπίπεδος δηλαδὴ καὶ ὁμαλός, τοῦτο ἐπὶ τῶν ποταμῶν πλαταμών» Α. Β. 1313. 4) ἐπίπεδος χώρα ὑποκειμένη εἰς πλημμύρας, Πολύβ. 10. 48, 7, Διονύσ. Π. 626. 5) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. aequora, ἡ γαληνὴ ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. 1. 121., 5. 650.
Greek Monotonic
πλᾰτᾰμών: -ῶνος, ὁ (πλατύς), πλατύς λίθος, σε Ομηρ. Ύμν.· στον πληθ., πλατιές ξέρες, ύφαλοι, πλατιά στρώματα βράχω, σε Στράβ.
Middle Liddell
πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ, πλατύς
a flat stone, Hhymn.:— in plural ledges of rock, Strab.
Mantoulidis Etymological
(=φαρδύς γιαλός). Ἀπό τό πλατύς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πλάτος.