πλατύνωτος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύνωτος Medium diacritics: πλατύνωτος Low diacritics: πλατύνωτος Capitals: ΠΛΑΤΥΝΩΤΟΣ
Transliteration A: platýnōtos Transliteration B: platynōtos Transliteration C: platynotos Beta Code: platu/nwtos

English (LSJ)

πλατύνωτον, broad-backed, Batr.296.

German (Pape)

[Seite 627] breitrückig, Batr. 287.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large dos.
Étymologie: πλατύς, νῶτος.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύνωτος: (ῠ) широкоспинный (καρκίνοι Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύνωτος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα νῶτα, εὐρύνωτος, Βατραχομυοχ. 298· γαῖα Χρησμ. Σιβ. 8. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύνωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατιά νώτα, ευρύνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + νῶτον (πρβλ. ευρύνωτος)].

Greek Monotonic

πλᾰτύνωτος: -ον, αυτός που έχει πλατιά νώτα, σε Βάτραχομ.

Middle Liddell

πλᾰτύ-νωτος, ον,
broad-backed, Batr.