πλατύνωτος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
πλατύνωτον, broad-backed, Batr.296.
German (Pape)
[Seite 627] breitrückig, Batr. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large dos.
Étymologie: πλατύς, νῶτος.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύνωτος: (ῠ) широкоспинный (καρκίνοι Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύνωτος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα νῶτα, εὐρύνωτος, Βατραχομυοχ. 298· γαῖα Χρησμ. Σιβ. 8. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύνωτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατιά νώτα, ευρύνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + νῶτον (πρβλ. ευρύνωτος)].
Greek Monotonic
πλᾰτύνωτος: -ον, αυτός που έχει πλατιά νώτα, σε Βάτραχομ.
Middle Liddell
πλᾰτύ-νωτος, ον,
broad-backed, Batr.