πλειστηριασμός
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ὁ, greatest increase in price; v. πλειστηριάζω.
German (Pape)
[Seite 628] Übertheuerung, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πλειστηριάζω
νεοελλ.
1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές μέχρις ότου η υψηλότερη δυνατή, δηλαδή τελική, προσφερόμενη τιμή γίνει αποδεκτή από τον διενεργούντα τον ανοιχτό αυτό διαγωνισμό, ο οποίος είναι συνήθως πράκτορας του πωλητή
2. φρ. «αναγκαστικός πλειστηριασμός»
(πολ. δικ.) η αναγκαστική εκποίηση τών κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, κατά του οποίου ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, με την οποία συντελείται η ρευστοποίησή τους για την ικανοποίηση τών χρηματικών απαιτήσεων του δανειστή
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) η προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε πλειοδοσία, υπερθεματισμός.