πλουτόχθων
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, rich in treasures of the earth, in allusion to the silver mines of Laureion, A.Eu.947 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 638] γόνος, Frucht aus reicher Erde, vom Ertrage der Bergwerke, Aesch. Eum. 907, Schol. ὁ ἐκ γῆς πλουτίζων καρπός.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
né d'une terre riche ou féconde.
Étymologie: πλοῦτος, χθών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτόχθων -ονος [πλοῦτος, χθών] rijk aan bodemschatten.
Russian (Dvoretsky)
πλουτόχθων: ονος adj. владеющий или питаемый богатой землей (γόνος Aesch.).
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν
1. πλούσιος σε θησαυρούς της γης
2. αυτός που πλουτίζει από τη γη του
αρχ.
(σχετικά με τα ορυχεία αργύρου του Λαυρείου) πλούτος θησαυρών της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτόχθων)].
Greek Monotonic
πλουτόχθων: -ονος, ὁ, ἡ, πλούσιος σε επίγειους θησαυρούς, με αναφορά πιθ. στα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτόχθων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πλοῦτος εἰς γηίνους θησαυρούς, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ ἀργύρεια μέταλλα τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 947.
Middle Liddell
πλουτό-χθων, ονος, ὁ, ἡ,
rich in earthly treasures, in allusion perhaps to the silver mines of Laureion, Aesch.