ποδαρικό

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η αντίληψη για την καλή ή την κακή επήρεια που μπορεί να έχει για το σπίτι ένα άτομο το οποίο θα μπει και θα πατήσει το πόδι του πρώτο μέσα σε αυτό, σε μια χρονικά σημαντική στιγμή, λ.χ. πρωτοχρονιά, πρωτομηνιά, έναρξη νέας εργασίας
2. το ποδαριακό του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ικό (πρβλ. χερικό, ψυχικό)].