πολυκαρπία
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ἡ, abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr. CP 4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, Reichtum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Gegensatz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαρπία: ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Greek Monotonic
πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.
Middle Liddell
πολῠκαρπία, ἡ,
abundance of fruit, Xen. [from πολύκαρπος