πολυπάτητος
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
[ᾰ], ον, much trodden, Sch.Call.Jov.26: metaph., common-place, threadbare, ῥαψῳδία Plu. 2.514c.
German (Pape)
[Seite 668] viel od. oft betreten, Schol. Callim. Iov. 26; übertr., abgenutzt, abgedroschen, gemein, ῥαψῳδία, Plut. garrul. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très foulé, très fréquenté ; fig. rebattu, commun.
Étymologie: πολύς, πατέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυπάτητος: (ᾱ) досл. много раз исхоженный, протоптанный, перен. избитый (ῥαψῳδία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπάτητος: -ον, ὁ πολὺ πατούμενος ἢ πατηθείς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δία 26· μεταφορ., πεπατημένος ὑπὸ πολλῶν, τετριμμένος, κοινός, ῥαψῳδία Πλούτ. 2. 514C.
Greek Monolingual
η, -ο / πολυπάτητος, -ον ΝΜΑ
αυτός που πατιέται πολύ, που περπατούν πολλοί επάνω του, χιλιοπατημένος («πολυπάτητος δρόμος»)
αρχ.
μτφ. αυτός ο οποίος ακολουθεί την πεπατημένη, τετριμμένος («πολυπάτητοι ῥᾳψωδίαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πατητός (< πατῶ), πρβλ. απάτητος].