πολυπόρευτος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
πολυπόρευτον, much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.
German (Pape)
[Seite 669] viel gegangen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].
Translations
much-travelled
Dutch: bereisd; Finnish: paljon matkustellut, maailmaa nähnyt; French: qui a beaucoup voyagé, qui a vu du pays; Greek: πολυταξιδεμένος; Ancient Greek: πολυαπόδημος, πολυπόρευτος, πολύτροπος; Icelandic: víðförull; Norwegian Bokmål: bereist; Serbo-Croatian: naputovan, naputovana