πολυπόταμος
From LSJ
English (LSJ)
πολυπόταμον, with many or large rivers, E.HF410 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 669] mit vielen Flüssen, Μαιῶτις, Eur. Herc. F. 409.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreux fleuves.
Étymologie: πολύς, ποταμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπότᾰμος -ον [πολύς, ποταμός] met veel rivieren.
Russian (Dvoretsky)
πολυπότᾰμος: принимающий в себя много рек (Μαιῶτις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπότᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἢ μεγάλους ποταμούς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 409.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπόταμος, -ον ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς ποταμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποταμός (πρβλ. ξηροπόταμος)].
Greek Monotonic
πολῠπότᾰμος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα ποτάμια, σε Ευρ.