πολυχείμων

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχείμων Medium diacritics: πολυχείμων Low diacritics: πολυχείμων Capitals: ΠΟΛΥΧΕΙΜΩΝ
Transliteration A: polycheímōn Transliteration B: polycheimōn Transliteration C: polycheimon Beta Code: poluxei/mwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος, very stormy, θάλασσα App.BC5.108.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχείμων: ὁ, ἡ, λίαν δυσχείμεροςθυελλώδης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδηςπολυχείμων θάλασσα», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυχείμων].