πορτιτρόφος

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορτιτρόφος Medium diacritics: πορτιτρόφος Low diacritics: πορτιτρόφος Capitals: ΠΟΡΤΙΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: portitróphos Transliteration B: portitrophos Transliteration C: portitrofos Beta Code: portitro/fos

English (LSJ)

πορτιτρόφον, nourishing calves, ἤπειρος h.Ap.21; (πεδίον) B. 10.30.

German (Pape)

[Seite 686] junge Kühe ernährend, haltend, H. h. Apoll. 20; vgl. Lob. Phryn. 679.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des génisses ou de jeunes taureaux.
Étymologie: πόρτις, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορτιτρόφος -ον [πόρτις, τρέφω] kalveren voedend.

Russian (Dvoretsky)

πορτιτρόφος: питающий телиц (ἤπειρος HH).

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εκτρέφει αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτις «νεαρή αγελάδα» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος)].

Greek Monotonic

πορτιτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει νεαρά δαμάλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Greek (Liddell-Scott)

πορτιτρόφος: -ον, ὁ τρέφων νεαρὰς δαμάλεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 21.

Middle Liddell

πορτι-τρόφος, ον, τρέφω
nourishing calves, Hhymn.