πρατός
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
πρατή, πρατόν, for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱτός: [adj. verb. к πιπράσκω проданный: πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. продать кого-л. на чужбину (в рабство).
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].
Greek Monotonic
πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.
Middle Liddell
πρᾱτός, ή, όν verb. adj. of πιπράσκω
sold, Soph.