προασπίζω

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προασπίζω Medium diacritics: προασπίζω Low diacritics: προασπίζω Capitals: ΠΡΟΑΣΠΙΖΩ
Transliteration A: proaspízō Transliteration B: proaspizō Transliteration C: proaspizo Beta Code: proaspi/zw

English (LSJ)

A hold a shield before, τειχῶν Aristid.Or.26(14).84; τοῦ πατρός, τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς, Philostr.Her.3.4, Hdn.6.2.5; ὅπλα π. λόγων Them.Or.16.200b; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200: c. acc., cover with a shield, D.H.6.93:—Pass., to be covered with shields, τοῖς ὁπλίταις by them, Hld.9.14.
II put forward as a shield, τινὰ εἰς θώρακα Id.3.3.

German (Pape)

[Seite 709] mit vorgehaltenem Schilde vor Einem stehen und ihn schützen; D. Hal. 6, 93; Hdn. 6, 2, 14; Heliod. auch pass., ὑπὸ τοῖς ὁπλίταις προασπιζόμενοι, 9, 14.

French (Bailly abrégé)

couvrir de son bouclier, protéger, défendre, gén. ou acc..
Étymologie: πρό, ἀσπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προασπίζω [πρό, ἀσπίς] met een schild beschermen.

Russian (Dvoretsky)

προασπίζω: прикрывать (словно) щитом Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προασπίζω: προασπίζω καὶ προΐσταμαι κυρίως λέγεται ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν ἱσταμένων ἐν πολέμῳ καὶ βοηθούντων τοῖς ὄπισθεν, Ἀντίλοχον προασπίζοντα τοῦ Πατρὸς Νέστορος Φιλόστρ. 699, Ἡρῳδιαν. 6. 2, Ἀριστείδ., κλπ.· καλύπτω, προφυλάττω δι’ ἀσπίδος, οἱ προασπίσαντες τὸν Μᾶρκον Διον. Ἁλ. 6. 93. ― Παθ., καλύπτομαι δι’ ἀσπίδος, δι’ ἀσπίδων, ὑπὸ τοῖς ὁπλίταις προασπιζόμενοι, πρ. ὑπὸ τῶν ὁπλιτῶν, Ἡλιόδ. 9. 14. ΙΙ. προβάλλω ὡς ἀσπίδα, Ἀθηνᾶ προασπίζουσα τὴν Γοργοῦς κεφαλὴν εἰς θώρακα ὁ αὐτ. 3. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11 κἑξ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
υπερασπίζω, προφυλάσσω, προστατεύω
αρχ.
1. κρατώ την ασπίδα μπροστά από κάποιον και τον προφυλάσσω
2. προβάλλω κάτι σαν ασπίδα («ἡ περόνη δὲ Ἀθηνᾱν ἠλεκτρίνην ἔστεφε, τὴν Γοργοῦς κεφαλὴν εἰς θώρακα προασπίζουσαν», Ηλιόδ.)
3. παθ. προασπίζομαι
καλύπτομαι με ασπίδα, προστατεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀσπίζω «προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].