προεμπίπτω
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A fall on or into before, ἡ βολὴ π. τῷ ὕδατι Hld.9.5; attack first, Ael.Tact.37.6; take the first step, εἰς γνῶσιν D.L.4.39.
2 protrude into, c. dat., Gal.UP 7.7; προεμπίπτει τὰ χείλη, of a bear trying to bite a net, Plu.2.918f.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πίπτω), vorher hineinfallen, hineingeraten, Plut. de prim. fr. 7, l. d.
French (Bailly abrégé)
f. προεμπεσοῦμαι, ao.2 προενέπεσον, etc.
tomber auparavant dans ou sur, τινι.
Étymologie: πρό, ἐμπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
προεμπίπτω:
1 первым или ранее впадать, врываться (Plut.; οἱ Αἰτωλοὶ προεμπεπτωκότες Polyb.);
2 устремляться (εἰς γνῶσιν Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
προεμπίπτω: ἐμπίπτω πρότερον, ἡ βολὴ πρ. τῷ ὕδατι Ἡρόδ. 9. 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 948Α· προεμπίπτειν εἰς γνῶσιν, Διογ. Λ. 4. 39.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. πέφτω προηγουμένως μέσα σε κάτι
2. προωθώ προς τα μέσα
αρχ.
1. επιτίθεμαι, εφορμώ πρώτος
2. κάνω το πρώτο βήμα, κάνω την αρχή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐμπίπτω «πέφτω μέσα, επιτίθεμαι»].