Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προζύμι

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

το / προζύμιον, ΝΜΑ
όξινο φύραμα αλεύρου το οποίο όταν αναμιγνύεται σε μάζα αλεύρου και νερού προκαλεί ζύμωση, η μαγιά
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε τέτοια μάζα
2. μτφ. η αρχή κάποιου πράγματος
αρχ.
αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του προζύμη ή, κατ' άλλους, μεταπλασμένος τ. του προζύμη, κατά το γένος της λ. ψωμί].