προκαταρχή

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταρχή Medium diacritics: προκαταρχή Low diacritics: προκαταρχή Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΡΧΗ
Transliteration A: prokatarchḗ Transliteration B: prokatarchē Transliteration C: prokatarchi Beta Code: prokatarxh/

English (LSJ)

ἡ, origin, περὶ τῆς τοῦ ἀθρόου π., title of work by Zeno Epicureus, Phld.Herc.1005.7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση
2. τίτλος έργου του επικουρείου Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρχή «αρχή, έναρξη»].