προπάθεια

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπᾰθεια Medium diacritics: προπάθεια Low diacritics: προπάθεια Capitals: ΠΡΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: propátheia Transliteration B: propatheia Transliteration C: propatheia Beta Code: propa/qeia

English (LSJ)

ἡ,
A preliminary experience, anticipation, ἐλπίς ἐστι π. τις Ph.Fr.17 H.: pl., anticipations of suffering, Plu.2.666d; premonitory symptoms of disease, ib.127c.
2 previous experience, Id.Fr.7.10.

German (Pape)

[Seite 738] ἡ, Vorleiden, Vorempfindung eines Leidens, Voranzeige einer Krankheit, Plut. Symp. 4, 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pressentiment d'un mal.
Étymologie: πρό, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

προπάθεια: (πᾰ) ἡ предвестники (болезни), первые симптомы (sc. τῶν νόσων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προπάθεια: ἡ, τὰ πρῶτα συμπτώματα νόσου, Πλούτ. 2. 127D· ἴδε Wytt.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης της ψυχής
αρχ.
1. προαίσθηση για κάτι
2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. συμπάθεια].