προσεπαιτιάομαι
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
accuse besides, Plu.CG6.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu beschuldigen, anklagen, Plut. C. Graech. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐπαιτιάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επαιτιάομαι bovendien beschuldigen.
Russian (Dvoretsky)
προσεπαιτιάομαι: сверх того обвинять (τινα ὡς … Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεπαιτιάομαι: ἀποθετ., κατηγορῶ προσέτι, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.
Greek Monotonic
προσεπαιτιάομαι: αποθ., κατηγορώ επιπλέον, σε Πλούτ.