προσιδιάζω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

Ν
1. αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι («ο χαρακτήρας που έχει προσιδιάζει μάλλον σε αγροίκο»)
2. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα («η διαγωγή αυτή προσιδιάζει μόνο σε βαρβάρους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ιδιάζω «αρμόζω, ταιριάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίη].