προσποίηση
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
Greek Monolingual
η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῦμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).