προσφώνημα
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is addressed to another, address, S.OC891: pl., ib. 325, E.Alc.1144.
German (Pape)
[Seite 787] τό, Gegenstand der Anrede, auch Anrede, Benennung; ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ ἥδιστα προσφωνήματα, Soph. O. C. 326; προσφωνημάτων κλύειν, Eur. Alc. 1147.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 parole, discours ou lettre qu'on adresse à qqn;
2 celui à qui l'on adresse la parole.
Étymologie: προσφωνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφώνημα -ατος, τό [προσφωνέω] manier van spreken:. ἔγνων γὰρ τὸ προσφώνημά σου ik herkende jouw stem Soph. OC 891. toegesproken woord:. τῆσδε προσφωνημάτων κλύειν naar haar woorden tot jou te luisteren Eur. Alc. 1144.
Russian (Dvoretsky)
προσφώνημα: ατος τό тж. pl. обращение, речь (πατρὸς καὶ κασιγνήτης προσφωνήματα Soph.; προσφωνημάτων τινὸς κλύειν Eur.).
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσφωνῶ
οτιδήποτε απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση («ὦ φίλτατ', ἔγνων γὰρ τὸ προσφώνημά σου», Σοφ.).
Greek Monotonic
προσφώνημα: -ατος, τό, αυτό που απευθύνεται προς κάποιον άλλον, προσφώνηση, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφώνημα: τό, τὸ προσφωνούμενον, προσφώνησις, ὡς τὸ πρόσφθεγμα, ἐν τῷ πληθ. ω δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἥδιστα προσφωνήμαθ’ Σοφ. Ο. Κ. 325, Εὐρ. Ἄλκ. 1144· ἐν τῷ ἑνικ., ὦ φίλτατ’, ἔγνων γὰρ τὸ προσφώνημά σου Σοφ. Ο. Κ. 891.
Middle Liddell
προσφώνημα, ατος, τό, [from προσφωνέω
that which is addressed to another, an address, Soph., Eur.