πρωταθλητής

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πρωταθλήτρια Ν
(αθλ.)
1. ο αθλητής ή η ομάδα που έχει την καλύτερη επίδοση σε ένα αγώνισμα, αυτός ή αυτή που αναδείχθηκε πρώτος αθλητής ή πρώτη ομάδα από την άποψη της επίδοσης σε ένα αγώνισμα μετά από σειρά αγώνων
2. μτφ. το κυριότερο ή ένα από τα κυριότερα πρόσωπα τα οποία αγωνίστηκαν ή αγωνίζονται για τη διάδοση ή και επικράτηση μιας υπόθεσης ή ιδέας, πρωταγωνιστής, πρωτεργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + αθλητής. Η λ. πρωταθλητής μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο, ενώ το θηλ., στον λόγιο τ. του πληθ. πρωταθλήτριαι, από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].