πυργοφόρος
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
πυργοφόρον, bearing a tower, of Rhea, AP5.259 (Paul.Sil.); of Demeter, Lyd. Mens.4.63, Suid. s.v. Δημήτηρ; ἐλέφαντες Plu.2.307b, Hld.9.16.
German (Pape)
[Seite 820] einen Thurm od. Thürme tragend; Κυβέλη, Synes.; ἐλέφαντες, Plut. parallel. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une tour.
Étymologie: πύργος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
πυργοφόρος:
1 несущий (на спине) башню (ἐλέφαντες Plut.);
2 увенчанный зубчатым венцом (Ῥείη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πυργοφόρος: -ον, ὁ φέρω ἐπὶ κεφαλῆς πύργον, ἐπὶ τῆς Κυβέλης, Ἀνθ. Π. 5. 260· ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Σουΐδ., ἐπὶ ἐλέφαντος, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων πύργον, Πλούτ. 2. 307Β, Ἠλιόδ. 9. 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία της Κυβέλης και της Δήμητρος) αυτός που έχει στο κεφάλι πύργο
2. (για πολεμική μηχανή και ιδίως για ελέφαντα) αυτός που φέρει στα νώτα πύργο
3. μτφ. (για γυναίκα) αυτή που έχει εξεζητημένη κόμμωση, δηλαδή η κόμμωσή της μοιάζει με πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. οπλοφόρος.
Greek Monotonic
πυργοφόρος: -ον, αυτός που φέρει πύργο στο κεφάλι, λέγεται για την Κυβέλη, σε Ανθ.