ρυτίδωση
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
Greek Monolingual
η / ῥυτίδωσις, -ώσεως, ΝΑ ῥυτιδῶ
σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία του δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα, αλλά και στον τράχηλο, και η οποία οφείλεται στον εκφυλισμό και στην απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος λόγω ηλικίας, ενώ στα νεαρά άτομα παρουσιάζεται λόγω συγκινήσεων, καταχρήσεων κ.ά. καταστάσεων
2. μτφ. ελαφρός κυματισμός θάλασσας ή λίμνης
αρχ.
η συστολή, η σμίκρυνση του ματιού.