Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρυτίδωση

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

η / ῥυτίδωσις, -ώσεως, ΝΑ ῥυτιδῶ
σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία του δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα, αλλά και στον τράχηλο, και η οποία οφείλεται στον εκφυλισμό και στην απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος λόγω ηλικίας, ενώ στα νεαρά άτομα παρουσιάζεται λόγω συγκινήσεων, καταχρήσεων κ.ά. καταστάσεων
2. μτφ. ελαφρός κυματισμός θάλασσας ή λίμνης
αρχ.
η συστολή, η σμίκρυνση του ματιού.