σίγω

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

German (Pape)

[Seite 879] lakon. = θίγω, Ar. Lys. 1004.

Greek Monolingual

σιγῶ, -άω, ΝΜΑ σῑγα
1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώσίγα, μή τις τ' ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦν τ'... ἀμαθύνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) παύω να λειτουργώ, αδρανώ («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)
αρχ.
1. (μτβ.) κρατώ κάτι μυστικό, το αποσιωπώ
2. φρ. «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, μυστικά ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (Ευρ.).