σαρκοθλάστης

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
χειρουργικό εργαλείο, όμοιο με λαβίδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την θλάση μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. σαρκοτρίπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. οστεοθλάστης.