σαυροκτόνος
εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
English (LSJ)
σαυροκτόνον, lizard-killer, epithet of Apollo, as represented in a famous statue by Praxiteles, Plin. HN34.70.
German (Pape)
[Seite 865] Eidechsen tödtend, Beiw. des Apollo, Plin. H. N. 34, 19, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« le tueur de lézards » (statue d'Apollon).
Étymologie: σαύρη, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
σαυροκτόνος: убивающий ящериц(у) (эпитет Аполлона по известной статуе Праксителя) Mart., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
σαυροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰς σαύρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς παρέστησεν αὐτὸν ὁ Πραξιτέλης, Πλίν. 34. 19, 10, πρβλ. Μαρτιᾶλ. 14. 172.
Greek Monolingual
-ο / σαυροκτόνος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που φονεύει σαύρες
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαυροκτόνος
περίφημο άγαλμα του Πραξιτέλους, που παρίστανε τον Απόλλωνα έτοιμο να φονεύσει σαύρα με λίθο ή βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.
Greek Monotonic
σαυροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει τις σαύρες, επίθ. του Απόλλωνα, σε Πλίν.
Middle Liddell
σαυρο-κτόνος, ον, κτείνω
lizard-killer, epithet of Apollo, Plin.