σεντίνα
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
η, Ν
1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος του σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση του σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το μηχανοστάσιο, αλλ. υδροσυλλέκτης και άντλος
β) συνεκδ. τα ίδια τα ακάθαρτα νερά που συγκεντρώνονται στο μέρος αυτό του πλοίου
2. μτφ. α) άνθρωπος της κατώτερης υποστάθμης
β) όχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sentina].