σταμπάρισμα
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
το, Ν σταμπάρω
1. η τοποθέτηση, η επίθεση της στάμπας πάνω σε κάτι, αποτύπωση
2. το να αποτυπωθεί κάτι καλά στη μνήμη
3. μτφ. α) ο κοινωνικός ή ηθικός στιγματισμός κάποιου
β) επισήμανση, εντοπισμός.