σταμπάρισμα

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το, Ν σταμπάρω
1. η τοποθέτηση, η επίθεση της στάμπας πάνω σε κάτι, αποτύπωση
2. το να αποτυπωθεί κάτι καλά στη μνήμη
3. μτφ. α) ο κοινωνικός ή ηθικός στιγματισμός κάποιου
β) επισήμανση, εντοπισμός.