στερνοῦχος
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
English (LSJ)
στερνοῦχον, broad-swelling, χθὼν στερνοῦχος, of the plain of Athens, S.OC691 (lyr.); cf. στέρνον II.1.
German (Pape)
[Seite 938] χθών, ein Land mit fruchtbaren Flächen, Soph. O. C. 697, Schol. μεταφορικῶς γὰρ καὶ στέρνα καὶ νῶτά φασι τὰ πεδιώδη καὶ εὐρέα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la large poitrine.
Étymologie: στέρνον, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερνοῦχος -ον [στέρνον, ἔχω] met welvingen, glooiend. Soph. OC 691.
Russian (Dvoretsky)
στερνοῦχος: широкогрудый, т. е. обширный (χθών Soph.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την γη) αυτός που έχει μεγάλες και εύφορες πεδιάδες («πεδίων ἐπινίσσεται... στερνούχου χθονός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -οῦχος (< ἔχω»)].
Greek Monotonic
στερνοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που είναι πλατύς και εύφορος, λέγεται για πεδιάδα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στερνοῦχος: -ον, (ἔχω) ἔχων εὐφόρους καὶ εὐρυχώρους πεδιάδας, χθὼν στ., ἐπὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς πεδιάδος, Σοφ. Ο. Κ. 691· πρβλ. στέρνον ΙΙ.