στρογγυλοκάθομαι
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Greek Monolingual
Ν
1. κάθομαι αναπαυτικά
2. μτφ. παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχω διάθεση να φύγω («ἡλθαν στο σπίτι μας και στρογγυλοκάθησαν τέσσερεις εβδομάδες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κάθομαι. Κατά μία άποψη, η σημ. του ρ. προήλθε από ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι φιλοξενούμενοι του σπιτιού έτρωγαν σε στρογγυλό τραπέζι].