συγκακουχέομαι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Pass., endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.
German (Pape)
[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.
French (Bailly abrégé)
συγκακουχοῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.
Russian (Dvoretsky)
συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.
Greek Monotonic
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Pass. to endure adversity with another, τινι NTest.
Chinese
原文音譯:sugkakoucšw 尋格-卡克-烏黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-邪惡-有
字義溯源:同受虐待,同受苦害,同受災禍;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κακουχέω)=虐待)組成,而 (κακουχέω)由(κακός)*=卑劣的)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 同受苦害(1) 來11:25