συγκαταμίγνυμι
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
German (Pape)
[Seite 965] (s. μίγνυμι), mit hinein- od. hinzumischen, verbinden; τὰς Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, Eur. Herc. Für. 674: εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, Plat. Polit. 288 e; – übertr., empfänglich machen für Etwas, τινί, Xen. Hier. 6, 2, μέχρι τοῦ ᾠδαῖς τε καὶ θαλίαις καὶ χοροῖς τὲν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, poetische Verbindung.
French (Bailly abrégé)
mêler avec, mélanger, unir ; Pass. fig. être absorbé par, être plongé dans, τινι.
Étymologie: σύν, καταμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταμίγνῡμι: и συγκαταμιγνύω (fut. συγκαταμίξω) смешивать, соединять, сочетать (τὰς Χάριτας Μούσαις Eur.): συγκαταμιγνύναι εἴς τι Plat. или τινί Arst. смешиваться с чем-л.; ᾠδαῖς τὴν ψυχὴν συγκαταμιγνύναι Xen. отдаться всей душой песням.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταμίγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω ὁμοῦ, συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ ψυχή του εἶναι ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.
Greek Monotonic
συγκαταμίγνῡμι: και -ύω, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω με, ανακατεύω, κάνω χαρμάνι με, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
and -ύω fut. -μίξω
to mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς Eur.:—Pass. to be absorbed in a thing, Xen.