συνεκδρομή
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἡ, running out together: metaph., following the same rule, analogy, A.D.Adv.142.9, Synt. 49.14, Simp. in Ph.274.25, Eust.341.22, EM66.52.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, gemeinschaftliches Auslaufen, gemeinschaftlicher Ausfall u. Angriff, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδρομή: ἡ грам. отклонение по аналогии, аналогическая неправильность.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδρομή: ἡ, τὸ συνεκτρέχειν μεταφ., ὁ κατ’ ἀναλογίαν ἄλλης λέξεως σχηματισμός, Α. Β. 552, Εὐστ. 431. 23, Ἐτυμ. Μέγ. 66, 50-2., 44, 16· ἴδε ἀκαμαντοχάρμας.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρημ. ενέργειας του ρ. συνεκτρέχω.