σφωέ

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφωέ Medium diacritics: σφωέ Low diacritics: σφωέ Capitals: ΣΦΩΕ
Transliteration A: sphōé Transliteration B: sphōe Transliteration C: sfoe Beta Code: sfwe/

English (LSJ)

dual nom. and acc. of the Pron. of 3rd pers., of which the gen. sg. and nom. pl. are οὗ, σφεῖς (qq.v.); dat. σφωΐν:—they two, both of them, only masc. and fem., and always enclit., Il.1.8, al.; strengthened, σφωΐν ἀμφοτέροιιν Od.20.327:—the form σφώ is only found in post-Homeric Ep., as Antim.9.11 (in Il.17.531 σφω' Αἴαντε is the best reading, cf. A.D.Pron.88.24, Hdn.Gr.2.72).

French (Bailly abrégé)

encl. duel masc. et fém. du pron. pers. de la 3ᵉ pers. aux cas suiv. : nomin. sans exemples ; gén. σφωΐν, dat. σφωΐν, acc. σφωέ, par élis. σφω’ : eux deux, elles deux ; enclit. σφωῒν ἀμφοτέροιϊν OD à eux deux ensemble.

English (Autenrieth)

gen. and dat. σφωίν: dual of σφεῖς, they two, both of them, Il. 1.8, 338. Both forms are enclitic, and instead of them the pl. forms are freq. employed.

Greek Monolingual

και συγκεκομμένος τ. σφώ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. της προσ. αντων. του γ' προσ. η οποία χρησιμοποιείται για το αρσ. και θηλ. και πάντοτε ως εγκλιτ.) αυτοί οι δύο, αμφότεροι («τίς τ' ἄρ' σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.

Greek Monotonic

σφωέ: ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. σφωΐν· αυτοί οι δύο, και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφωέ en σφωε [σφεῖς] pron. pers., 3 dual. nom. en acc., m. en f., dat. σφωΐν zij beiden, hen beiden.

Russian (Dvoretsky)

σφωέ: dual. m и f к σφεῖς.

German (Pape)

dual. masc. und fem. des pron. person. der dritten Person, sie beide, ihrer beider, ihnen beiden; s. σφωΐν.