σχόλιο
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
το / σχόλιον, ΝΜΑ
1. σύντομη ερμηνεία ή αποσαφήνιση λέξεων, φράσεων ή χωρίων που περιέχονται στα κείμενα αρχαίων, ιδίως, συγγραφέων
2. σύντομη ερμηνευτική σημείωση λέξης ή φράσης που γράφεται στο περιθώριο ενός κειμένου ή στα διάστιχα
νεοελλ.
1. σύντομη ερμηνεία λέξης ή φράσης, γραπτή ή προφορική, που κάνει ο δάσκαλος στο σχολείο
2. μτφ. κρίση για ένα γεγονός, μια κατάσταση ή για συμπεριφορά ενός ατόμου
3. επίκριση
4. συνεκδ. σύντομο, συνήθως, άρθρο κριτικής για γεγονότα, πράξεις ή πρόσωπα της καθημερινής επικαιρότητας σε έντυπο ή ραδιοτηλεοπτικό μέσο ενημέρωσης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) σχοινοτενής ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «σπονδή, μελέτη» + υποκορ. επίθημα -ιον (πρβλ. σφόγγιον). Για τη σημ. της λ. βλ. λ. σχολή.