σύμπαν
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
German (Pape)
[Seite 984] τό, das Ganze, s. σύμπας. allesammt, alle zusammen; Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν σύμπαντας, Il. 1, 241, vgl. 2, 567; κακὰ πόλλ' ἔρεξεν, ὅσ' οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, 22, 380; in der Od. 7, 214. 14, 198, ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα, wo ohne Versbedürfniß sich ξ für σ erhalten hat; Folgde, gew. im plur., πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες, Soph. O. R. 752, fünf zusammen, auch in Prosa öfter. – Bei collectivischen Begriffen auch im sing., χρόνῳ σύμπαντι, Pind. Ol. 6, 56; στρατός τε σύμπας, Soph. Phil. 387. 1210; Ai. 1034; ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, Phil. 1227; αἰών, Eur. Hec. 757; σύμπας στρατός, Her. 7, 82; ἀριθμός, Plat. Rep. VII, 425 a; ἡδονή, Phil. 53 b; πόλις, Rep. IV, 423 d; βίος, 442 b, u. öfter; ἡ σύμπασα ἀργία, Pol. 3, 81, 4; τὸ σύμπαν, das Ganze zusammengenommen, die Hauptsache, Her. 7, 143; bei den Folgdn auch das Weltall; – τὸ σύμπαν adverbial, im Ganzen, überhaupt genommen, Thuc. 4, 63 Xen. An. 1, 5, 9 u. A.; auch im plur., ξύμπαντα δικαιότεροι, Plat. Legg. III, 679 c. – [Auch im neutr. scheint α zuweilen lang gebraucht zu sein, s. Draco p. 29, 26.]
Greek Monolingual
-αντος, το, ΝΜ
νεοελλ.
1. το σύνολο τών όντων, τών ουράνιων σωμάτων, καθώς και το άπειρο διάστημα όπου αυτά είναι διασκορπισμένα
2. (φιλοσ.) ο άπειρος κόσμος στην αέναη κίνηση του, το σύνολο τών υλικών συστημάτων που υπάρχουν στον χώρο και στον χρόνο
3. (αστροφ.) το σύνολο τών γαλαξιών με τους αστέρες και τη μεσοαστρική ύλη («η διαστολή του σύμπαντος συζητείται ακόμη και σήμερα»)
4. η γήινη σφαίρα, η υδρόγειος, η οικουμένη («ταξίδεψε στα τέσσερα σημεία του σύμπαντος»)
5. το σύνολο τών κατοίκων της Γης, η ανθρωπότητα («το σύμπαν χαιρέτισε την ιστορική αυτή ανακάλυψη»)
6. σύνολο εννοιών, αφηρημένων ιδεών θεωρούμενων ως οργανωμένο σύστημα («το σύμπαν τών μαθηματικών»)
μσν.
στον πληθ. τὰ σύμπαντα
όλος ο κόσμος, η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σύμπας.
Russian (Dvoretsky)
σύμπᾰν: αντος τό
1 совокупность, целое Plat., Arst.;
2 вселенная, мир (ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις Isocr.).
τό в целом, вообще: τὸ σ. εἰπεῖν Thuc. вообще говоря, в общем; τὸ σ. δῆλος ἦν ὡς σπεύδων Xen. в общем было ясно, что (Кир) торопится.