ταρίχευση
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Greek Monolingual
η / ταρίχευσις, -εύσεως, ΝΜΑ ταριχεύω
1. η επεξεργασία του νεκρού σώματος με σκοπό την αποστείρωσή του ή την προστασία του από την αποσύνθεση
2. μέθοδος συντήρησης τών τροφίμων κυρίως με τη χρήση αλατιού, και σπανίως με κάπνισμα ή με ξήρανση στον αέρα
3. τεχνική της δημιουργίας αληθοφανών αναπαραστάσεων του σώματος τών ζώων, κυρίως πουλιών και θηλαστικών, με τη χρησιμοποίηση του επεξεργασμένου δέρματός τους, καθώς και διαφόρων στηρικτικών δομών, αλλ. βαλσάμωμα
μσν.
μτφ. παράταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.