ταρβώ

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

-έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α
(ποιητ. τ.)
1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω
2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι
β) σέβομαι κάτι
3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῖν
κατάσταση τρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ταρβῶ ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα tergw- «φοβερίζω, τρομάζω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. tarjati «απειλώ, φοβερίζω», λατ. torvus «αγριωπός, βλοσυρός». Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. ταρβῶ στα ομηρικά κείμενα συγκριτικά με τα τάρβος και ἀταρβής οδηγεί στο να υποτεθεί ότι είναι ο κύριος τ. της οικογένειας. Η οικογένεια του ρ. αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συνώνυμη οικογένεια του φοβοῦμαι].