τελετουργία

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 1086] ἡ, Weihe, Einweihung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελετουργία: ἡ, τέλεσις, καθιέρωσις, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τελετουργός
νεοελλ.
1. εκκλ. η σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη διεξαγωγή τών ιερών εκκλησιαστικών ακολουθιών ή τελετών, αλλ. ιερουργία, ιεροτελεστία, ιεροπραξία
2. (κοινων.-ανθρωπολ.) ιδιωτική ή δημόσια μαγική πράξη ή τελετή με επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα που έχει ως σκοπό τον προσανατολισμό μιας αποκρυφιστικής δύναμης προς μια καθορισμένη ενέργεια και που διαφέρει από την τελετή γιατί έχει συνήθως και κατά πολύ έντονο τρόπο μαγικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς και ως προς το ότι η τελευταία έχει αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα
3. βιολ. η τυποποίηση μιας συμπεριφοράς ενός οργανισμού με συναισθηματικό κίνητρο, όπως είναι λ.χ. οι δραστηριότητες της σύζευξης
αρχ.
η διεξαγωγή τελετής, μυσταγωγία.