τεμαχίζω
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
cut up fish for salting, Xenocr. ap. Orib.2.58.19, Gal.6.728 (Pass.): metaph., slice up, τὴν πραγματείαν Plu.2.837e; cut to ribbons, μεληδὸν τὸν νόμον Porph.Chr. 31; τ. τὴν ἀπόδειξιν Them.in APo.14.7; cut up fruit, Paul.Aeg.7.11 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1089] zerstückeln, zerschneiden, bes. große Meerfische zerschneiden u. einsalzen, Sp.; übtr., zerteilen, vereinzeln, τὴν πραγματείαν, Plut. dec. oratt. Isocr. p. 238.
French (Bailly abrégé)
dépecer, morceler.
Étymologie: τέμαχος.
Russian (Dvoretsky)
τεμᾰχίζω: досл. разрезать на мелкие куски, перен. мельчить, дробить (τὴν πραγματείαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχίζω: κόπτω εἰς τεμάχια, κυρίως ἰχθῦς πρὸς ταριχείαν, ξιφίας κητώδης ἐστὶ καὶ τεμαχίζεται Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρων Τροφῆς 8· μεταφορ., πωλῶ λιανικῶς, τεμαχίζειν τὴν πραγματείαν Πλούτ. 2. 837D.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τέμαχος
κόβω σε τεμάχια, σε κομμάτια, κομματιάζω (α. «τεμάχισε το κρέας» β. «ξιφίας κητώδης... τεμαχίζεται», Ξενοκρ.)
αρχ.
μτφ. διαιρώ, διαχωρίζω (α. «τεμαχίζειν μεληδὸν τὸν νόμον», Πορφ.
β. «τεμαχίζειν τὴν πραγματείαν», Πλούτ.).