τεναγώδης

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τενᾰγώδης Medium diacritics: τεναγώδης Low diacritics: τεναγώδης Capitals: ΤΕΝΑΓΩΔΗΣ
Transliteration A: tenagṓdēs Transliteration B: tenagōdēs Transliteration C: tenagodis Beta Code: tenagw/dhs

English (LSJ)

τεναγῶδες,
A formed of shoal-water, standing in pools, A.R.4.1264, Plb.1.75.8,10.8.7, D.S.2.60, Jul.Or.1.39a, etc.
2 living therein, (σκορπίος) Hices. ap. Ath.7.320d.

German (Pape)

[Seite 1091] ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Gegensatz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 dont les eaux sont basses ; vaseux, fangeux;
2 qui se plaît dans les eaux basses et fangeuses.
Étymologie: τέναγος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

τενᾰγώδης:
1 изобилующий мелкими местами, мелководный (λίμνη Polyb.);
2 болотистый (τόποι Diod.; Ἰταλίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τενᾰγώδης: -ες, (εἶδος) κεκαλυμμένος μὲ ἀβαθῆ, πηλώδη ὕδατα, «ῥηχός», σχηματίζων τενάγη, Λατιν. vadosus, Πολύβ. 1. 75, 8., 8, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1264, κλπ. 2) ὁ ζῶν ἐντὸς τενάγους, ἰχθὺς Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 320D.

Greek Monolingual

-ες / τεναγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέναγος
αυτός που σχηματίζει τενάγη, ελώδης, βαλτώδης
αρχ.
αυτός που ζει σε αβαθή και στάσιμα νερά, σε τέναγος («τῶν σκορπίων ὅ μὲν... ὅ δὲ τεναγώδης», Ικέσ.).

Greek Monotonic

τενᾰγώδης: -ες (εἶδος), καλυμμένος με αβαθή νερά, ρηχός, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τενᾰγ-ώδης, ες εἶδος
covered with shoal-water, standing in pools, Polyb.