Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρέξιμο

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

το, Ν
1. πολύ γρήγορο βάδισμα που γίνεται με μικρά ή μεγάλα βήματα με σύντονη διαδοχή τών ποδιών
2. (για υγρό) ροή, εκροή, χύσιμο («το τρέξιμο του νερού»)
3. στον πληθ. τα τρεξίματα
έντονες και κοπιαστικές ενέργειες για μια σοβαρή υπόθεση, αλλ. τρεχάματα
4. παροιμ. «του γαϊδάρου το τρέξιμο λίγο κρατεί» — λέγεται για άνθρωπο μικρής σωματικής αντοχής ή, κυρίως, πνευματικής αντίληψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έτρεξα του τρέχω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].