τρᾶχος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾶχος Medium diacritics: τρᾶχος Low diacritics: τράχος Capitals: ΤΡΑΧΟΣ
Transliteration A: trâchos Transliteration B: trachos Transliteration C: trachos Beta Code: tra=xos

English (LSJ)

duretum, Glossaria.

Greek Monolingual

και τραχούρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].

Greek Monolingual

Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.