υπερφαλάγγιση

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

η / ὑπερφαλάγγησις, -ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ]]
η επέκταση της φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα της εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών δυνάμεων είναι ζήτημα ωρών» β. «ὑπερφαλάγγισις
ὅταν ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τῆς φάλαγγος ὑπερέχωμεν τῶν πολεμίων», λεξ. Σούδα)
νεοελλ.
υπέρβαση, ξεπέρασμα, παράκαμψη.