φάλαγγας

From LSJ

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. βασανιστήριο, κατά το οποίο τα πόδια του βασανιζόμενου δένονται ανάμεσα σε δύο ξύλα και δέχονται στα πέλματα χτυπήματα με ράβδο ή άλλο σκληρό αντικείμενο
2. το όργανο που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή του βασανιστηρίου αυτού
αρχ.
όργανο τιμωρίας αποτελούμενο από ξύλο και συνεστραμμένα σχοινιά με τα οποία συσφίγγονταν και ακινητοποιούνταν τα πόδια τών εγκληματιών ή ψυχοπαθών σε έξαλλη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγγα, με αλλαγή γένους].