φιλόπλουτος
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
φιλόπλουτον, loving riches, eager to grow rich, Plu.2.140f, Luc.Dom.5; φιλόπλουτος ἅμιλλα = eager pursuit of wealth, wealth eagerly sought for, E.IT412 (lyr.); τὸ φιλόπλουτον = φιλοπλουτία, Plu.2.793e.
German (Pape)
[Seite 1283] Reichtum liebend, suchend, erstrebend; Eur. ἅμιλλα, I. T. 412; Luc. de domo 5, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les richesses ; τὸ φιλόπλουτον c. φιλοπλουτία.
Étymologie: φίλος, πλοῦτος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόπλουτος: любящий богатство, жаждущий быть богатым Plut., Luc.: φ. ἅμιλλα Eur. погоня за богатством.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπλουτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν πλοῦτον, ὁ ἐπιθυμῶν νὰ γίνῃ πλούσιος, Λουκ. περὶ Οἴκου 5, Πλούτ. 2. 140F· φιλ. ἅμιλλα, ἅμιλλα πρὸς κτῆσιν πλούτου, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 412· ― τὸ φιλόπλουτον = φιλοπλουτία. Πλούτ. 2. 793Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόπλουτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον
η φιλοπλουτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. νεόπλουτος)].
Greek Monotonic
φῐλόπλουτος: -ον, αυτός που αγαπά τον πλούτο, φιλόπλουτος ἅμιλλα, αναζήτηση πλούτου, αγώνας για τον πλούτο, σε Ευρ.
Middle Liddell
φῐλό-πλουτος, ον,
loving riches, φ. ἅμιλλα eager pursuit of wealth, the race for riches, Eur.