φύζα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύζα Medium diacritics: φύζα Low diacritics: φύζα Capitals: ΦΥΖΑ
Transliteration A: phýza Transliteration B: phyza Transliteration C: fyza Beta Code: fu/za

English (LSJ)

(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as ἡ μετὰ δειλίας φυγή by Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. φόβος:—headlong flight, rout, φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, poet., verwandt φυγή, φεύγω, fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »Schrecken«, ἔκπληξις, Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »feige Flucht«, ἡ μετὰ δέους φυγή, ἡ μετὰ δειλίας φυγή; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fuite.
Étymologie: p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

φύζα: ἡ эп. Hom. = φυγή 1.

Greek (Liddell-Scott)

φύζα: (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου φυγή, φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.

English (Autenrieth)

(root φυγ, φυγή): panic (flight).

Greek Monolingual

και φῡζα, ἡ, Α
(επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< φυγ-) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ, φυγός με επίθημα -ya (πρβλ. μᾰζα: θ. μαγ- του μάσσω, ὄσσα: θ. οπ- της λ. ὄψ [Ι] «φωνή»)].

Greek Monotonic

φύζα: ἡ, ορμητική δραπέτευση, σύσταση συμμορίας, σε Όμηρ.

Middle Liddell

φύζα, ἡ,
headlong flight, rout, Hom.