φύτλη
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ἡ, poet. word,
A stock, generation, race, Pi.O.9.55, P.9.33, Orph.A.430, Besant.Ara9.
II late word for φύσις, AP7.744 (D.L.).
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, poet. statt φύσις, Natur, Erzeugung, Geschlecht, Gattung; Pind. Ol. 9, 59; ποίας ἀποσπασθεῖσα φύτλας P. 9, 34; sp. D., wie Dosiad. ara 1 (XV, 25); ἀνδρῶν D. Per. 1000.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 génération, race, espèce;
2 postér. c. φύσις.
Étymologie: φύω.
Russian (Dvoretsky)
φύτλη: дор. φύτλα ἡ φύω
1 род, порода Pind., Anth.;
2 природа Diog. L., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φύτλη: ἡ, ποιητικ. λέξ., φύτρα, γενεά, φυλή, γένος, Πινδ. Ο. 9. 81, Π. 9. 59, Ὀρφ. Ἀργ. 428, Ἀνθ. Παλατ. 15. 25. ΙΙ. μεταγεν. λέξις ἀντὶ τοῦ φύσις, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 7. 144, πρὸς τὸ τοῦ Διογέν. Λαέρτ. 8. 91, Χρησμ. Σιβ., κλπ.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φύτρα, γενιά
2. (μτγν. τ.) φύσις («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ- του ρ. φύω με τα επιθήματα -τλη / -τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα -tl- της ΙΕ κατάλ. -tel- (η οποία απαντά στην ελλ. με τη μορφή -ter- [βλ. λ. -τήρ] με εναλλαγή τών υγρών -l- / -r-), ενώ, κατ' άλλους, έχουν προέλθει από τα επιθήματα -θλη / -θλον (πρβλ. γενέ-θλη / γένε-θλον) με ανομοίωση τών δασέων (πρβλ. χιμέτλη, χίμετλον)].
Greek Monotonic
φύτλη: ἡ, (φύω), φύτρα, γενιά, σε Πίνδ., Ανθ.
Middle Liddell
φύτλη, ἡ, [φύω]
a stock, generation, Pind., Anth.